- πρεσβεύοντες
- πρεσβεύωto be the elderpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαντασιανιστές — οι / φαντασιανισταί, ΝΜ εκκλ. ονομασία αιρετικών οι οποίοι πρέσβευαν ότι το σώμα τού Χριστού, μετά την ενανθρώπισή του, ήταν πλάσμα τής φαντασίας και επομένως δεν υπέστη φθορά με τα Πάθη και τη Σταύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία (οι πρεσβεύοντες… … Dictionary of Greek